ὀλιγοπόλιος

ὀλιγοπόλιος
ὀλῐγο-πόλιος, ον,
A with thin grey hair, Hsch. s.v. σπαρνοπόλιος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ολιγοπόλιος — ὀλιγοπόλιος, ον (Α) αυτός που έχει αραιά γκρίζα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πολιός «γκρίζος»] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγοπόλιος — with thin grey hair masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… …   Dictionary of Greek

  • σπαρνοπόλιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀλιγοπόλιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαρνός «σπάνιος, αραιός» + πολιός «υπόλευκος, γκριζομάλλης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”